-
1 болезнь
η ασθένεια, η νόσος, το νόσημα, η αρρώστιαбазедова - мед. η εξόφθαλμος βρογχοκήλη, η Βασεδόβια νόσοςзаразная - μεταδοτική -, λοιμώδης -неизлечимая - ανία-τη/αγιάτρευτη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > болезнь